- θοίναμα
- θοίναμα, τὸ (Α) [θοινώ]φαγητό, συμπόσιο («οἰκτρότατα θοινάματα», Ευρ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θοίναμα — θοίνᾱμα , θοίναμα meal neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θοίνημα — θοίνημα, τὸ (Α) φαγητό, συμπόσιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. αντί θοίναμα*] … Dictionary of Greek
θοιναμάτων — θοινᾱμάτων , θοίναμα meal neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θοινάματα — θοινά̱ματα , θοίναμα meal neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)